ισόρροπος

ισόρροπος
-η, -ο (ΑΜ ἰσόρροπος, -ον)
1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία
2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις»)
μσν.
1. ισάξιος
2. ισοδύναμος
3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς χώρους
αρχ.
1. (για οστό) κυλινδρικός
2. (για αγώνα ή μάχη) αμφίρροπος
3. (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάποιον άλλο, ο ισοβαρής
4. ανάλογος («ἰσόρροπος... ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη», Θουκ.).
επίρρ...
ισορρόπως και ισόρροπα (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ρροπος (< ροπή με διπλασιασμό τού αρκτικού -ρ- εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ιθύ-ροπος, ομοιό-ρροπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσόρροπος — in equipoise masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόρροπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που βρίσκεται σε ισορροπία. 2. ισοδύναμος: Ισόρροπες δυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσορροπώτατα — ἰσόρροπος in equipoise adverbial superl ἰσόρροπος in equipoise neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορροπώτατον — ἰσόρροπος in equipoise masc acc superl sg ἰσόρροπος in equipoise neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπω — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπως — ἰσόρροπος in equipoise adverbial ἰσόρροπος in equipoise masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόρροπον — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem acc sg ἰσόρροπος in equipoise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόποις — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπου — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπους — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”